- κατηπειγμένως
- κατηπειγμένως (Α)επίρρ. κατεπειγόντως, γρήγορα, εσπευσμένα («κατηπειγμένως ποιεΐσθαι τήν έκστρατείαν», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηπειγμένος τού ρ. κατεπείγομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατηπειγμένως — κατεπείγω press down perf part mp masc acc pl (doric) κατηπειγμένως hurriedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)